- μεταμανθάνω
- μεταμανθάνω (Α)1. μαθαίνω κάτι νέο εγκαταλείποντας αυτό που γνώριζα προηγουμένως («τὸ Ἀττικὸν ἔθνος ἐὸν Πελασγικὸν ἅμα τῇ μεταβολῇ τῇ ἐς Ἕλληνας καὶ τὴν γλῶσσαν κατέμαθε», Ηρόδ.)2. αποκτώ γνώσεις («καταμανθάνουσα δ' ὕμνον Πριάμου πόλις γεραιά», Αισχύλ.)3. αποβάλλω τη συνήθεια, ξεμαθαίνω («πρεσβύτας ἀνθρώπους... ὀψέ μεταμανθάνοντα τὴν ἐλευθερίαν», Αισχίν.)4. μαθαίνω κάτι καλύτερα, εμπεδώνω («τὸ μεταμανθάνειν ἢ μανθάνειν ἐξ ἀρχῆς», Αριστοτ.)[ΕΤΥΜΟΛ. < μετ(α)-* + μανθάνω].
Dictionary of Greek. 2013.